ῥαβδοῦχος

ῥαβδοῦχος
ῥαβδοῦχος, ου, ὁ (ῥάβδος, ἔχω; Aristoph., Thu. et al.; ins, pap) orig. ‘staff-bearer’, then of the Roman ‘lictor’ (Polyb. et al.; Diod S 5, 40, 1; Plut., Rom. 34 [26, 3], Mor. 280a διὰ τί λικτώρεις τοὺς ῥαβδούχους ὀνομάζουσι; Herodian 7, 8, 5.—Joseph. does not have the word, but ῥάβδοι in Bell. 2, 365f prob. refers to the fasces or bundles of sticks carried by the lictors), roughly equiv. to constable, police officer. The στρατηγοί (q.v.) of Philippi had two lictors in attendance on them (JMarquardt, Röm. Staatsverwaltung 12 1881 p. 175, 7; ASherwin-White, Roman Society and Roman Law in the NT ’63, 74f) Ac 16:35, 38 (Mason 82f [literary]; New Docs 2, 18f).—M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ῥαβδοῦχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραβδούχος — Για τους αρχαίους Έλληνες ρ. ήταν αυτός που κρατούσε τη ράβδο ως ένδειξη αξιώματος, δηλαδή ως κριτής ή ένας από τους πέντε, που επέβλεπαν την τήρηση της τάξης στο θέατρο καθώς και στους αγώνες. Οι «αλύται» της Ολυμπίας ονομάζονταν ρ. (Θουκ. 5,… …   Dictionary of Greek

  • ραβδούχος — ο 1. (στους αρχαίους Έλληνες) αυτός που είχε ραβδί και φρόντιζε για την τήρηση της τάξης στις γιορτές. 2. (στους Ρωμαίους) αυτός που συνόδευε τους άρχοντες. 3. γενικά αυτός που κρατά ραβδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥαβδούχοις — ῥάβδουχος one who carries a rod masc dat pl ῥαβδού̱χοις , ῥαβδοῦχος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαβδούχου — ῥάβδουχος one who carries a rod masc gen sg ῥαβδού̱χου , ῥαβδοῦχος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαβδούχους — ῥάβδουχος one who carries a rod masc acc pl ῥαβδού̱χους , ῥαβδοῦχος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαβδούχων — ῥάβδουχος one who carries a rod masc gen pl ῥαβδού̱χων , ῥαβδοῦχος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαβδούχῳ — ῥάβδουχος one who carries a rod masc dat sg ῥαβδού̱χῳ , ῥαβδοῦχος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαβδοῦχοι — ῥαβδοῦχος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαβδοῦχον — ῥαβδοῦχος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραβδουχώ — έω, Α [ῥαβδοῡχος] 1. είμαι ραβδούχος, κρατώ ράβδο, ιδίως ως ένδειξη τής αρχής, τής εξουσίας ή τού αξιώματος που έχω 2. (για τους Ρωμαίους ραβδούχους) φέρω τις δέσμες ράβδων με τον πέλεκυ στο μέσον και προπορεύομαι τών αρχόντων προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”